- αλεξιθόρυβος
- -η, -οαυτός που προφυλάσσει από τον θόρυβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι-* (< ἀλέξω) + θόρυβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεξίκροτος — η, ο ο αλεξιθόρυβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + κρότος] … Dictionary of Greek
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek